- φαγέντσα
- ηβλ. φαγιάντσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαγέντσα — η, Ν βλ. φαγιάντσα … Dictionary of Greek
φαγιάντσα — και φαγέντσα, η, Ν φαγιάνς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Faenza, πόλη τής Βόρειας Ιταλίας] … Dictionary of Greek
φαγιάντσα — φαγιάντσα, η και φαγέντσα, η (λ. γαλλ.), είδος ή κομψοτέχνημα φαγεντιανό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)